- κάλεσμα
- то1) приглашение (обычно на свадьбу, вечеринку и т. п.) 2) πλ. гости, приглашённые
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάλεσμα — το (Μ κάλεσμα[ν]) [καλώ] 1. πρόσκληση 2. στον πληθ. τὰ καλέσματα οι προσκεκλημένοι μσν. α) μτφ. συμπόσιο β) προσφορά, τα προσφερόμενα στο τραπέζι φαγητά για τους καλεσμένους … Dictionary of Greek
κάλεσμα — το πρόσκληση: Δεν πάω, γιατί δεν έλαβα κανένα κάλεσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα … Dictionary of Greek
πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… … Dictionary of Greek
χύρρα — Α επιφών. κάλεσμα για χοίρους («οὕτως εἰώθασι ταῑς ὑσὶν ἐπιφθέγγεσθαι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χύρρα, λ. που χρησιμοποιείται για το κάλεσμα τών χοίρων, καθώς και οι τ. χυρράδιοι και χυρρεῖον (ή χύριον), που δηλώνουν την ξύλινη ράβδο την οποία… … Dictionary of Greek
Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 * Афины 22 января 1977 года) известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 … Википедия
Маниатис, Иоаннис — Иоаннис Маниатис … Википедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αβοητί — ἀβοητί επίρρ. (Α) [ἀβόητος] δίχως κάλεσμα ή διαταγή, εκούσια … Dictionary of Greek
ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… … Dictionary of Greek
ανακαλεσιά — η [ανακαλώ] μεγαλόφωνο κάλεσμα, επίκληση, έκκληση … Dictionary of Greek